- κώνων
- κώ̱νων , κῶνοςpine-conemasc gen plκωνάωspin a topimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)κωνάωspin a topimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… … Dictionary of Greek
κόκκωνας — ο (Α κόκκων, ωνος) νεοελλ. το σπέρμα τών κώνων τού πεύκου, το κουκουνάρι αρχ. 1. ο κόκκος τής ροδιάς 2. (κατά τον Ησύχ.) το σπέρμα τού ιξού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα ων / ωνος (πρβλ. δρόμ ων, κώδ ων)] … Dictionary of Greek
πολυκωνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει πολλούς κώνους ή αναφέρεται σε πολλούς κώνους 2. φρ. «πολυκωνική προβολή» (χαρτογρ.) μέθοδος απεικόνισης για τον σχεδιασμό χαρτών, η οποία βασίζεται στην ανάπτυξη μιας σειράς ομοαξονικών κώνων πάνω στη γήινη σφαίρα … Dictionary of Greek
πυρόμετρο — Όργανο μέτρησης υψηλών θερμοκρασιών, που χρησιμοποιείται ειδικότερα στη μεταλλουργία και στις υψικαμίνους. Το απλό π. αποτελείται από μια σειρά μεταλλικών κώνων από μείγματα με γνωστό σημείο τήξης, οι οποίοι τοποθετούνται κατά αυξανόμενη… … Dictionary of Greek
σημαδούρα — Πλωτό σώμα διάφορων σχημάτων και διαστάσεων, που χρησιμοποιείται για προσόρμιση των πλοίων ή για επισήμανση. Η σ. για προσόρμιση λέγεται συνήθως τσαμαδούρα (ναύδετο) και είναι ένας μεγάλος κύλινδρος από λαμαρίνα, υδατοστεγής, που διαθέτει την… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Βεζούβιος — (Vesuvio). Ενεργό ηφαίστειο της Ιταλίας στην Καμπανία, στην πεδιάδα ανατολικά της Νάπολης. Είναι το μοναδικό ενεργό ηφαίστειο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Επίσης, είναι ένα από τα λίγα της Γης με περίφραγμα και αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό τους… … Dictionary of Greek
ερκύνια ορεογένεση ή βαρίσκιος — Το σύνολο των πτυχώσεων του φλοιού της Γης οι οποίες έγιναν κατά τη διάρκεια του λιθανθρακοπερμίου (παλαιοζωικός αιώνας), σε διάστημα περίπου 200 280 εκατομμυρίων ετών. Ο όρος ερκύνιος είναι γαλλικός, ενώ ο βαρίσκιος γερμανικός. Κατά τον Γερμανό… … Dictionary of Greek